κακόγνωμος
Смотреть что такое "κακόγνωμος" в других словарях:
κακόγνωμος — η, ο (Μ κακόγνωμος, ον) 1. κακόβουλος, 2. δύστροπος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόγνωμον 1. κακός χαρακτήρας, κακία 2. δυστροπία. επίρρ... κακόγνωμα με κακόγνωμο τρόπο, κακόβουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γνωμος (< γνώμη), πρβλ. ευθύ γνωμος,… … Dictionary of Greek
κακόγνωμος — η, ο πεισματάρης, δύστροπος, ανάποδος: Αυτός είναι κακόγνωμος άνθρωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακογνωμία — και κακογνωμιά, η (Μ κακογνωμία) [κακόγνωμος] δυστροπία, ιδιοτροπία, παραξενιά, κακή κρίση, πείσμα μσν. κακοφροσύνη … Dictionary of Greek
κακογνωμώ — κακογνωμῶ, έω (Μ) [κακόγνωμος] έχω κακή πρόθεση απέναντι σε κάποιον … Dictionary of Greek
κακονούσης — ο αυτός που έχει κακή γνώμη, κακόγνωμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κακόνους (πρβλ. χασονούσης)] … Dictionary of Greek
κακόβολος — η, ο 1. άβολος, δύσχρηστος («κακόβολο σπίτι») 2. (για πρόσ.) δύστροπος, κακότροπος, κακόγνωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βολος (< βολή [II]), πρβλ. ευθύ βολος, ορθό βολος] … Dictionary of Greek